Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2014

Γνωμικά και παροιμίες



Σε αυτό το κείμενο μπορείτε να διαβάσετε  παροιμίες και γνωμικά που  παλιότερα οι κάτοικοι του χωρίου μας τα χρησιμοποιούσαν στην έκφραση του λόγου τους περισσότερο από ότι σήμερα , που  τείνουν να εξαφανιστούν και όπως θα διαπιστώσετε , γενικά αποδεικνύουν την ανεξάντλητη λαϊκή έμπνευση των σοφών ημών προγόνων μας   στις οποίες επιβιώνουν δοξασίες, ήθη και έθιμα του λαού κ.α.



Οι παροιμίες είναι λαϊκά αποφθέγματα τα οποία, άλλοτε αλληγορικά, άλλοτε ειρωνικά και περιπαικτικά, εκφράζουν μια αλήθεια που την έχει επιβεβαιώσει η εμπειρία της ζωής, χωρίς συνήθως να έχουν άμεσο διδακτικό σκοπό.

Τα γνωμικά είναι σύντομες φράσεις που εκφράζουν μια πρακτική αλήθεια, συνήθως με μη αλληγορικά τρόπο, και δίνουν εν συντομία μια λογική αρχή, έναν κανόνα συμπεριφοράς κ.α.

Αγάλι αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι
Αγρόν ηγόραζεν
Αγόρασε γουρούνι στο σακί
Ακαμάτης νέος, γέρος διακονιάρης.
 Ακόμα δεν τον είδαμε, Γιάννη τον εβγάλαμε
Ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ' αλεύρι
Άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε
Αγαπάει ο θεός τον κλέφτη αλλά αγαπάει και το νοικοκύρη
ΆλλΑ λάγια κι άλλο τράγια
Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας
Άλλη καμιά δε γέννησε, μόνο η Μαριορή το Γιάννη
Άμα δεν έχεις νύχια να ξυστείς μόνος σου , μη περιμένεις να σε ξύσει άλλος
Από μικρό και από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια
Αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας
Αν ήταν η ζήλεια ψώρα, θα κόλλαγε όλη η χώρα
Άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο
Από το κεφάλι βρωμάει το ψάρι
Απέξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα
Από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλλα
Από το ένα αυτί να μπαίνει κι απ' το  άλλο να βγαίνει
Άφησε το γάμο και πήγε για πουρνάρια
Βάλανε το λύκο να φυλάει τα πρόβατα
Βαράτε με κι ας κλαίω
Βοήθα με φτωχέ να μη σου μοιάσω
Βουνό με βουνό  δε σμίγει
Βρήκε ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ
Βρέχει καρεκλοπόδαρα
Γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος
Για χάρη του βασιλικού, ποτίζεται κι η γλάστρα
Για ψύλλου πήδημα.
 Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει
Γλυκάθηκε η γριά στο μέλι, θα φάει και το κουβέλι
Δείξε μου το φίλο σου και θα σου πω ποιος είσαι
Δεν είμαι φαγάς, είμαι παραπονιάρης
Δώσε θάρρος στο χωριάτη, να σ' ανέβει στο κρεβάτι
Δώσε τόπο στην οργή
Δώθε ή κήθε παν' οι άλλοι
 Έβαλε την ουρά του στα σκέλια του
Εγώ τα λέω, εγώ τ' ακούω
Είδε ο τρελός το μεθυσμένο και φοβήθηκε
Εδώ σε θέλω κάβουρα. να περπατάς στα κάρβουνα
Είδε ο ζουρλός  το μεθυσμένο και φοβήθηκε
Εις υγείαν του κορόιδου
Έρμα μαντριά γιομάτα λύκους
Έχασε τ' αυγά και τα πασχάλια
 Έχω ράμματα για τη γούνα σου
Ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι
Ζήτω που καήκαμε…!
Η βιάση ψήνει το ψωμί, μα δεν το καλοψήνει
Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός
Η γριά η κότα έχει το ζουμί
Η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά
Η καλή μέρα, φαίνεται απ' το πρωί  
Η καλή νοικοκυρά είναι δούλα και κυρά
 Ή παπάς-παπάς, ή ζευγάς-ζευγάς
 Η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη
Η τρέλα δεν πάει στα βουνά
Η πρώτη δούλα, η δεύτερη κυρά
Η φτήνια τρώει τον παρά.
Η φτώχεια θέλει καλοπέραση
Ήλιος και βροχή παντρεύονται οι φτωχοί.
 Ήλιος και φεγγάρι παντρεύονται οι γαϊδάροι
 Ήρθαν τ' άγρια να διώξουν τα ήμερα
Θα γυρίσει ο τροχός, θα γελάσει κι ο φτωχός
Θέλει και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο
Κάθε αρχή και δύσκολη
 Κάθε εμπόδιο σε καλό
Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του
Καινούργιο κοσκινάκι μου, και πού να σε κρεμάσω
Καθένας με την τρέλα του
Και ο άγιος φοβέρα θέλει
Κακό σκυλί ψόφο δεν έχει
Καλή ζωή, κακή διαθήκη
Κάλλιο αργά παρά ποτέ.
Κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε
Καλομελέτα κι έρχεται
Κάνε το καλό και ρίξ’ το στο γιαλό
Κατά τ' αγώι κι ο αγωγιάτης
Κατά φωνή κι ο γαίδαρος
Κλάφτα  Χαράλαμπε
Κλαίν' οι χήρες, κλαιν' οι παντρεμένες
Κολοκύθια με τη ρίγανη
Κουκκιά μετρημένα.
Κούνια που σε κούναγε...
Κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι
Λείπει ο Μάρτης από τη Σαρακοστή;
Μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια
Μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά
Μαζί με το βασιλικό, ποτίζεται κι η γλάστρα.
Μαζί μιλάμε και χώρια καταλαβαινόμαστε
Με στραβό αν κοιμηθείς, το πρωί θ' αλληθωρίζεις
Μην το πεις ούτε του παπά
Μία σου και μία μου
Μπήκε το νερό στ' αυλάκι.
Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.
Μπρος στα κάλλη τι είναι ο πόνος;
Μοναχός σου χόρευε και όσο θέλεις πήδα
Νά 'ταν η ζήλεια ψώρα θα ψώριαζε  όλη η χώρα
Όλοι,  κουτσοί -στραβοί, στην άγια Παρασκευή
Ο καθένας το μακρύ του και το κοντό του
Ότι γράφει δεν ξεγράφει
Ο κόσμος τό 'χει τούμπανο και αυτοί κρυφό καμάρι
Ο πεινασμένος καρβέλια ονειρεύεται
Ο ψεύτης κι ο κλέφτης το πρώτο χρόνο χαίρονται
Ο δρόμος είναι ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα
Όλα εδώ πληρώνονται
Όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίσα
Όμοιος στον όμοιο κι η κοπριά στα λάχανα
Όποιος βιάζεται σκοντάφτει
Όποιος περπατάει μυρίζει κι όποιος κάθεται βρωμάει
Όποιος δε θέλει να ζυμώσει πέντε μέρες κοσκινίζει
Όποιος δεν έχει μυαλό έχει πόδια
Όποιος έχει τα γένια έχει και τα χτένια
Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρώνε οι κότες
Όποιος πρόλαβε τον Κύριο είδε
Όπου γάμος και χαρά η Βασίλω πρώτη
Όπου φτωχός κι η μοίρα του
Όπως έστρωσες θα κοιμηθείς
Όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια
Ότι βρέξει ας κατεβάσει
 Ότι λάμπει δεν είναι χρυσός
Παλιά μου τέχνη κόσκινο
Παρ' τον στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου
Πετάγεται σαν τη πορδή
Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά
Ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε
Σαρανταπέντε Γιάννηδες ενός κοκόρου γνώση
Σαν τη μύγα μες στο γάλα
Σηκωθήκαν τα ποδάρια να βαρέσουν το κεφάλι
Σκύλος που γαβγίζει δεν δαγκώνει
Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο
Το πάθημα να σου γίνει μάθημα
Το 'χει η κούτρα του να κατεβάζει ψείρες
Το 'να χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυο το πρόσωπο
Τον αράπη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς
Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό
Το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι
Το καλό πράγμα αργεί να γίνει
Το γινάτι βγάζει μάτι
Το αίμα νερό δε γίνεται
Το έξυπνο πουλί πιάνεται από την μύτη
Το φτηνό το κρέας το τρών' οι σκύλοι
Τα λέει της πεθεράς, για να τ' ακούει η νύφη
Του κώλου τα εννιάμερα
Τραβάτε με κι ας κλαίω
Τρεις λαλούν και δυο χορεύουν
Τρελός παπάς σε βάφτισε
Τρώγοντας έρχεται η όρεξη
Των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν
Τα πάχη μου τα κάλλη μου
Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια
Τι κάνεις Γιάννη; Κουκιά σπέρνω

Της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά 

Το αγώι ξυπνάει τον αγωγιάτη

Το πολύ το κύριε ελέησον, το βαριέται κι ο Θεός

Φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι

Φτηνός στο λάδι και ακριβός στο ξύδι
Φύλαγε τα ρούχα σου να έχεις τα μισά
Φωνάζει ο κλέφτης να φοβηθεί ο νοικοκύρης

Χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα
Χέστηκε η φοράδα στ΄ αλώνι
Χωριό που φαίνεται κολαούζο δε θέλει
Χωρίσανε τα τσανάκια τους
Εδώ ψωμί δεν έχουμε, τυρί γυρεύουμε
Ώρα καλή στην πρύμνη σου κι αέρα στα πανιά σου

Ως εδώ και μη παρέκει

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου